Tuesday, May 5, 2020

Παραλλαγές σ' ένα μοτίβο

Σήμερα θα γίνω λίγο φεμινιστής κι ας είναι, κατά τη γνώμη μου, λίγο υποτιμητικό, να στριμώχνεται κανείς σε -ισμούς. Αλλά το κάνω με καλή διάθεση. Δεν πάει πολύς καιρός, δε θυμάμαι πώς και γιατί, όταν έπεσε στην αντίληψή μου και τούτο το ριζίτικο :

« Μουδέ και μάνα μ’ έκανε μουδέ κι αντρούς σπορά 'μαι
   χρυσή τρυγόνα μ’ έκανε στου αγκαθιού τη ρίζα
   μα το ΄τ΄αγκάθι δροσερό κι εγοργανάθρεψέ με
   κι΄ επήρε με ένας βασιλιάς, ένας μεγάλος ρήγας
   να μαγειρεύω να δειπνά να στρώνω να κοιμάται
   να στέκω να τονέ κερνώ να με φιλεί στο στόμα. »

Να πω του στραβού το δίκιο, το λάτρεψα από τις πρώτες του γραμμές. Να πω τώρα μια μεγαλύτερη αλήθεια; Λάτρεψα μόνο τις πρώτες του γραμμές. Το ριζίτικο ξεκινά μ' εκείνη την επική απλότητα της δημοτικής ποίησης που σου αλώνει μεμιάς την καρδιά. Κι άμα ήταν τίποτα στενεμένη κι αλαζονική την απελευθερώνει απ' τα δεσμά της και την ξαμολά ν' αναπνεύσει εκ νέου. Μα 'κει κάπου στα μισά, ένιωσα πως το ποίημα με πρόδωνε και με παρατούσε να σέρνομαι στη λάσπη! Τέτοιο μανιφέστο ελευθερίας, τέτοια αδιαχώρητη στα κοινά μέτρα ψυχή, κι αντέχει ίσα-ίσα μισό ποιήμα, ώσπου να κατρακυλήσει ξανά στην κουζίνα και στο νοικοκυριό! Ορίστε να πούμε το όραμα της - πάλαι ποτέ - λαϊκής ψυχής για τη μοίρα της γυναίκας! Βέβαια, πολλά μπορούν να ειπωθούν εδώ για το πώς κάθε κοινωνία έχει τα δικά της μέτρα και σταθμά και πως η αληθινή αγάπη έβρισκε πάντα τον τρόπο να πλάσει τις λέξεις κατά την καρδιά των ανθρώπων. Εννοώ δηλαδή πως οι λέξεις αλλάζουν νόημα καταπώς τις προφέρει κανείς κι ακόμα περισσότερο καταποιός τις προφέρει. Κι οποιοσδήποτε έχει ερωτευθεί αληθινά και βαθιά στη ζωή του, έχει νιώσει στο πετσί του την απόλυτη εκείνη εξουσία την οποία - άκοντες ή άκουσες - επιβάλλουν ο ερώμενοι στα στήθια και στη βούληση των κυριευμένων.

Αλλά, τούτων λεχθέντων, μου μπήκε ο διάολος να ξαναπλάσω το ποίημα κατά τις προσμονές και τα μέτρα μου. Ξεκινώντας πάντα με τους ίδιους τρεις πρώτους στίχους, τους οποίους αγαπώ και δε θέλω να πειράξω στο παραμικρό, έκανα τις παρακάτω δύο προσπάθειες. Μία που παραμένει παραδομένη στο ακατάβλητο αίσθημα ελευθερίας κι ενότητας με το οποίο το ποίημα ξεκινά, μα προδίδει το ερωτικό περιεχόμενο, και μία που προσπαθεί να παραμείνει πιστότερη στο ταίριασμα της γυναίκας με τον άντρα, παλεύοντας ωστόσο να κρατήσει τις ισορροπίες. Κανείς να μην υποταχθεί στον άλλο περισσότερο απ' όσο του αναλογεί, κανείς να μην υψωθεί ή να μην ταπεινωθεί περισσότερο, δίχως ωστόσο να χαθεί εκείνη η γλυκιά παράδοση στην οποία, εν γνώσει του, αφήνεται ο ερωτευμένος, θυσιάζοντας ένα μέρος από τον εαυτό του σ' εκείνο που θεωρεί ιερό . Ίσως να μην τα κατάφερα πολύ καλά, μα τουλάχιστον προσπάθησα:

Παραλλαγή 1η

« Μουδέ και μάνα μ’ έκανε μουδέ κι αντρούς σπορά 'μαι
   χρυσή τρυγόνα μ’ έκανε στου αγκαθιού τη ρίζα
   μα το ΄τ΄αγκάθι δροσερό κι εγοργανάθρεψέ με
   κι είχα τ' αγρίμι γι' αδερφό, τον αητό για φίλο,
   μ' έμαθε ο αγέρας να μιλώ κι ο ποταμός να γράφω
   κι η γης βράχο μου χάρισε να στέκω να χορεύω. »

Παραλλαγή 2η

« Μουδέ και μάνα μ’ έκανε μουδέ κι αντρούς σπορά 'μαι
   χρυσή τρυγόνα μ’ έκανε στου αγκαθιού τη ρίζα
   μα το ΄τ΄αγκάθι δροσερό κι εγοργανάθρεψέ με
   κι επήρε με ένας αητός βραχο-μεγαλωμένος,
   να με κρατεί στα στήθη του να γίνομαι βροχούλα,
   να του κρατώ στα χείλη μου φωλιά να ξαποσταίνει. »

Ό,τι να 'ναι, άμα δεν έχει ο άνθρωπος με τι ν' ασχοληθεί! Καλή συνέχεια!

Υστερόγραφο

Παραμένω ανικανοποίητος. Εκείνο το «επήρε με» εξακολουθεί να μου φαίνεται φυλετικά ανισόρροπο. Πουφ! Αρκετά μ' αυτή την ιστορία!

No comments:

Post a Comment