Tuesday, May 5, 2020

Παραλλαγές σ' ένα μοτίβο

Σήμερα θα γίνω λίγο φεμινιστής κι ας είναι, κατά τη γνώμη μου, λίγο υποτιμητικό, να στριμώχνεται κανείς σε -ισμούς. Αλλά το κάνω με καλή διάθεση. Δεν πάει πολύς καιρός, δε θυμάμαι πώς και γιατί, όταν έπεσε στην αντίληψή μου και τούτο το ριζίτικο :

« Μουδέ και μάνα μ’ έκανε μουδέ κι αντρούς σπορά 'μαι
   χρυσή τρυγόνα μ’ έκανε στου αγκαθιού τη ρίζα
   μα το ΄τ΄αγκάθι δροσερό κι εγοργανάθρεψέ με
   κι΄ επήρε με ένας βασιλιάς, ένας μεγάλος ρήγας
   να μαγειρεύω να δειπνά να στρώνω να κοιμάται
   να στέκω να τονέ κερνώ να με φιλεί στο στόμα. »

Να πω του στραβού το δίκιο, το λάτρεψα από τις πρώτες του γραμμές. Να πω τώρα μια μεγαλύτερη αλήθεια; Λάτρεψα μόνο τις πρώτες του γραμμές. Το ριζίτικο ξεκινά μ' εκείνη την επική απλότητα της δημοτικής ποίησης που σου αλώνει μεμιάς την καρδιά. Κι άμα ήταν τίποτα στενεμένη κι αλαζονική την απελευθερώνει απ' τα δεσμά της και την ξαμολά ν' αναπνεύσει εκ νέου. Μα 'κει κάπου στα μισά, ένιωσα πως το ποίημα με πρόδωνε και με παρατούσε να σέρνομαι στη λάσπη! Τέτοιο μανιφέστο ελευθερίας, τέτοια αδιαχώρητη στα κοινά μέτρα ψυχή, κι αντέχει ίσα-ίσα μισό ποιήμα, ώσπου να κατρακυλήσει ξανά στην κουζίνα και στο νοικοκυριό! Ορίστε να πούμε το όραμα της - πάλαι ποτέ - λαϊκής ψυχής για τη μοίρα της γυναίκας! Βέβαια, πολλά μπορούν να ειπωθούν εδώ για το πώς κάθε κοινωνία έχει τα δικά της μέτρα και σταθμά και πως η αληθινή αγάπη έβρισκε πάντα τον τρόπο να πλάσει τις λέξεις κατά την καρδιά των ανθρώπων. Εννοώ δηλαδή πως οι λέξεις αλλάζουν νόημα καταπώς τις προφέρει κανείς κι ακόμα περισσότερο καταποιός τις προφέρει. Κι οποιοσδήποτε έχει ερωτευθεί αληθινά και βαθιά στη ζωή του, έχει νιώσει στο πετσί του την απόλυτη εκείνη εξουσία την οποία - άκοντες ή άκουσες - επιβάλλουν ο ερώμενοι στα στήθια και στη βούληση των κυριευμένων.

Αλλά, τούτων λεχθέντων, μου μπήκε ο διάολος να ξαναπλάσω το ποίημα κατά τις προσμονές και τα μέτρα μου. Ξεκινώντας πάντα με τους ίδιους τρεις πρώτους στίχους, τους οποίους αγαπώ και δε θέλω να πειράξω στο παραμικρό, έκανα τις παρακάτω δύο προσπάθειες. Μία που παραμένει παραδομένη στο ακατάβλητο αίσθημα ελευθερίας κι ενότητας με το οποίο το ποίημα ξεκινά, μα προδίδει το ερωτικό περιεχόμενο, και μία που προσπαθεί να παραμείνει πιστότερη στο ταίριασμα της γυναίκας με τον άντρα, παλεύοντας ωστόσο να κρατήσει τις ισορροπίες. Κανείς να μην υποταχθεί στον άλλο περισσότερο απ' όσο του αναλογεί, κανείς να μην υψωθεί ή να μην ταπεινωθεί περισσότερο, δίχως ωστόσο να χαθεί εκείνη η γλυκιά παράδοση στην οποία, εν γνώσει του, αφήνεται ο ερωτευμένος, θυσιάζοντας ένα μέρος από τον εαυτό του σ' εκείνο που θεωρεί ιερό . Ίσως να μην τα κατάφερα πολύ καλά, μα τουλάχιστον προσπάθησα:

Παραλλαγή 1η

« Μουδέ και μάνα μ’ έκανε μουδέ κι αντρούς σπορά 'μαι
   χρυσή τρυγόνα μ’ έκανε στου αγκαθιού τη ρίζα
   μα το ΄τ΄αγκάθι δροσερό κι εγοργανάθρεψέ με
   κι είχα τ' αγρίμι γι' αδερφό, τον αητό για φίλο,
   μ' έμαθε ο αγέρας να μιλώ κι ο ποταμός να γράφω
   κι η γης βράχο μου χάρισε να στέκω να χορεύω. »

Παραλλαγή 2η

« Μουδέ και μάνα μ’ έκανε μουδέ κι αντρούς σπορά 'μαι
   χρυσή τρυγόνα μ’ έκανε στου αγκαθιού τη ρίζα
   μα το ΄τ΄αγκάθι δροσερό κι εγοργανάθρεψέ με
   κι επήρε με ένας αητός βραχο-μεγαλωμένος,
   να με κρατεί στα στήθη του να γίνομαι βροχούλα,
   να του κρατώ στα χείλη μου φωλιά να ξαποσταίνει. »

Ό,τι να 'ναι, άμα δεν έχει ο άνθρωπος με τι ν' ασχοληθεί! Καλή συνέχεια!

Υστερόγραφο

Παραμένω ανικανοποίητος. Εκείνο το «επήρε με» εξακολουθεί να μου φαίνεται φυλετικά ανισόρροπο. Πουφ! Αρκετά μ' αυτή την ιστορία!

Saturday, April 18, 2020

Σκιτσομαχίες #03

[ ... συνέχεια - και καλά - από το προηγούμενο ... ]

Ενώ ο Reiser του παρακάτω, αν εξαιρέσετε τη σεξιστική πατίνα, δεν είναι τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από μια αλληγορία της σημερινής εποχής, πράγμα που σημαίνει πως εφαρμόζεται σε όλα τα φύλα, τους χώρους, τα επίπεδα. Κάθε θαλασσοδαρμένο ενσταντανέ εμβολισμένων προσφύγων, διάσπαρτων στα σαράντα κύματα απ' το άλφα-βήτα λιμενικό ή την κάπα-λάμδα νομοθεσία, δεν είναι παρά ένα ακόμα τετριμμένο αφήγημα του περιλάλητου ευρωπαϊκού ανθρωπισμού, ο οποίος παλεύει να καλλωπιστεί, ξεντεριασμένος σταυροπόδι, μέσα στα ίδια τα σκατά του.


ΧΙΟΥΜΟΡ ΠΑΡΑ-ΠΕΝΤΕ Νο2
[Κάποτε]

Friday, April 17, 2020

Σκιτσομαχίες #02

O Reiser ορμά, συνήθως, καταπάνω σου με τέτοια περισσή προκλητικότητα, στα όρια κυριολεκτικά της αηδίας, ώστε είναι λογικό ν' αναρωτηθεί κανείς μήπως ο συγχωρεμένος ήταν, τελικά, αντιστρόφως και δυσανάλογα ευαίσθητος, ως προς την εικόνα που γύρευε να προβάλλει - εκείνη δηλαδή του μισογυνισμού, του ρατσισμού και ό,τι άλλο. Η υπερβολή του είναι ενίοτε τέτοιας κόψης και ισχύος, ώστε προτού καλά-καλά το καταλάβεις βρίσκεις τον κόσμο σου θρυμματισμένο και το στομάχι σου δεμένο μ' εκείνους τους ναυτικούς κόμπους που ποτέ δεν κατάλαβα ούτε πώς δένονται, ούτε πώς λύνονται. Φορές πάλι, τα δάκρυα στριμώχνονται στους αδένες σου, σε μικρούς πηγμένους κόμπους. Τουλάχιστον, έτσι συμβαίνει, αν σε πιάσει απροετοίμαστο και με την ψυχή ορθάνοιχτη. Το παρακάτω δεν είναι απ' τα πιο δυνατά του κι ίσως εύκολα να το χαρακτήριζε κανείς σεξιστικό. Αλλά είναι σεξιστικό με την ίδια λογική που μια αντιπολεμική ταινία αναγκαστικά θα σου τρίψει τη βία στη μούρη, δε θα σε προφυλάξει από αυτήν. Είναι ωστόσο χαρακτηριστικός Reiser. Παίρνει ένα συνηθισμένο κλισέ και το τραβάει τόσο πέρα απ' τ' άκρα, ώστε το κλισέ αποκτά άλλη διάσταση. Στο τέλος των περισσότερων ιστοριών, αισθάνεσαι απογυμνωμένος κι απόλυτα εκτεθειμένος. Ένα αναιμικό κύμα απόγνωσης μεταγγίζεται στις αρτηρίες σου και μια διακριτική πανώλη απλώνεται και σαπίζει τους βουβώνες σου. Απομένεις άρρωστος κι απελπισμένος, καταμεσίς σε σελίδες με βρωμερά, παρηκμασμένα και παραιτημένα ανθρωπάκια, μουτζαλιές των οποίων η όψη θυμίζει οριακά ανθρώπινο είδος, ωστόσο η πριονωτή κόψη, η χαοτική δομή, η σχιζοφρενική ασάφεια λειτουργούν ως αντανακλάσεις ενός μύχιου εαυτού, π' ουδέποτε θ' αναγνωρίζαμε την ώρα που πλένουμε τα δόντια μας. Κατά βάθος, όλη ετούτη η ναυτία πηγάζει από ένα και μόνο γεγονός: μ' όλη τη σαπίλα της, δυστυχώς, η πραγματικότητα του Reiser μας φαίνεται τόσο οικεία που τρομάζει! Reiser λοιπόν, για σήμερα. Έτσι, γιατί μ' αρέσουν οι προκλήσεις.



ΧΙΟΥΜΟΡ ΠΑΡΑ-ΠΕΝΤΕ Νο2
[Κάποτε]

Tuesday, April 14, 2020

ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ - Ελεγεία για τον έρωτα και τα άγνωστα τραγούδια

[ Πηγή: www.doctv.gr ]

Λόγος επικήδειος διά τα παλαιά άγνωστα ρεμπέτικα τραγούδια, αλλά συγχρόνως και ελεγεία εις ανάμνησιν της ομορφιάς μιας γυναίκας εξαιρετικώς αγαπηθείσης.


Καλούνται ρεμπέτικα τραγούδια τα άσματα των πληγωμένων, απλών, αγνών και αισθαντικών ψυχών της Ελλάδος. Η περιφρονημένη χωρίς ανταπόκριση αγάπη και το τρισμέγιστον μαρτύριον του θαμένου εκουσίως έρωτος από τα ρεμπέτικα τραγούδια εξόχως ανιστορήθησαν. Τα ρεμπέτικα υπήρξαν κάποτε η παρηγοριά μας. Ήταν οι λευκοί ασπασμοί των παραγνωρισμένων. Αξιώθηκα να κρατήσω στα χέρια μου το βουβό, πλέον, μπουζούκι του στρατηγού Μακρυγιάννη. Ρεμπέτικα δεν τραγουδούσαν οι γυναίκες (αυτές συνήθως αργά κατανοούν το πόσο αγαπήθηκαν), ούτε τα τραγουδούσαν οι σκληρόκαρδοι.

Όχι μόνο για την αλήθια, αλλά και για την ομορφιά της αλήθιας νιάζομαι. Μη μου στείλεις περιστέρια· μαντεύω τα λόγια αγάπης που θα μου πεις. Ο έρως συμβαίνει σαν δυστύχημα. Κρατούσα, τότε, σαν βιολί το σώμα σου, μα τώρα που είμαστε μακριά σ' έχω φωτιά παντοτινή μες στην καρδιά μου. Θα ψάχνεις λυπημένη να με βρεις στους άδειους δρόμους και θα ρωτάς παντού για μένα, και στην περιρρέουσα μελαγχολία των ρεμπέτικων τραγουδιών θα αναζητάς επί ματαίω παρηγοριά. Εφέτος ανήμερα το Πάσχα έβρεχε και η δολιότης πίκραινε την καρδιά μου. Το ξέρω· η θέση μου είναι στο νεκροταφείο. Είμασταν ακόμη παιδιά όταν μας μάραναν και ζήσαμε σαν γέροι. Δεν είμαι δικός μου. Σιωπώ μεν, αρνούμαι δε να πεθάνω γιατί τα δακρυσμένα μάτια σου πάντα με γνέφουν. Θλιβερά βλέματα τέκνα της σιωπής μου. Ο θάνατος απόψε διώχνει το κάθε τι απ' την ψυχή μου. Χαίρομαι την παραφροσύνη μου τώρα.

Το αληθές απόβαρον ενός ανθρώπου ισούται με τις αγάπες, τον οίκτο και την αηδία πού ένιωσε στη ζωή. Δύο μεγάλες αδικίες εγνώρισα: την φτώχια και την ερωτική καταφρόνια. Τα ρεμπέτικα προήχθησαν εις μαυσωλείον αισθημάτων. Το να υποφέρεις απ' του κόσμου τις πίκρες είναι αναγκαίον, και ίσως νόμιμο. Πάθος έδωσα και πάθος δεν έλαβα, κι ό,τι έπιασα έγινε στάχτη. Πολλά εδιδάχθην από τα ρεμπέτικα. Ο πατέρας μου με γαλούχησε με τα τραγούδια αυτά. Έχτισα το παρόν βιβλίο, σα να έχτιζα χελιδονοφωλιά, προς χάριν του ισοβίου φίλου Τσιτσάνη. Την εγκαρτέρηση εδιδάχθην από τα ρεμπέτικα.

Σήμερον κηδεύομαι. Σβήνω (άχ, σβήνω) όταν εσύ χρησιμοποιείς τα αισθήματα μου σαν κέρματα. Αν πρόκειται κανείς να διατηρήσει την ευαισθησία του ας είναι ο ηττημένος. Τα ρεμπέτικα τραγούδια βάλλουν ως αναμνήσεις. Ζήσαμε τις πιο εφιαλτικές νύχτες του αιώνος. Οι ενθυμήσεις ελλοχεύουν. Ένιωσα τα πάντα μόνον σαν πάθη. Άφησέ με νάμαι παράφορος, αφού η λογική είναι ο προθάλαμος της τρέλας. Υπήρξα ένας Ιδανικός Φαύνος. Θα σε γκρεμίσω με δάκρυα, ζοφερή πολυαγαπημένη.

Τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι τραγούδια της καρδιάς. Και μόνον όποιος τα πλησιάσει με αγνό αίσθημα τα νιώθει και τα χαίρεται. Γιατί, η καρδιά με καρδιά μετριέται. Έκλεισεν ό κύκλος των ρεμπέτικων τραγουδιών. Ανήκουν πια στο παρελθόν τα τραγούδια αυτά. Χοροστατώ μοιραίως στό μνημόσυνο τους αφού ο *** κυμαίνεται, τη νύχτα αυτή, μεταξύ ευφημίας και επιβιώσεως. Αίφνης σκοτείνιασε η πλάση και η αυτοκτονία απέβη το όνειρο εκάστου εχέφρονος ανθρώπου. Ο θεηφόρος έρως μόνη πειθώ τής ζωής. Φυλακτά σε σχήμα καρδίας αντίκρυσα στο βυζαντινό μουσείον Αθηνών. Στα λάσια μπράτσα των ρεμπέτηδων συχνά βλέπω κεντημένη μιά καρδιά με φυλλοκάρδια, όπου στη μέση της έχει το όνομα της πολυαγαπημένης.

Οι νεοελληνικοί αιώνες εγκυμονούσαν τα ρεμπέτικα τραγούδια. Στον έρωτα ο χρόνος ετάχθη υπέρ των ανδρών. Αφότου γεννηθήκαμε ο θάνατος αναμένει. Ήπια τα χίλια πικρά όχι, πριν καταπιαστώ με τα ρεμπέτικα. Οι χαρές, όπως και οι ηδονές, οδηγούν στην γνήσια θλίψη. Σαν χειρονομίες σφοδρού κοπετού μοιάζουν τα φτερουγίσματα αυτουνών που χορεύουν ζεϊμπέκικο. Ο Γιάννης Τσαρούχης ξέρει γιατί αποκαλεί τον ζεϊμπέκικο Χορό των Χορών. Ίσως, μόνον ένας ερωτευμένος μπορούσε να συντάξει τον επικήδειο των ρεμπέτικων τραγουδιών, πού εξακολουθούν να φαντάζουν σαν μαγικός λουλουδότοπος μακρινός, οριστικά χαμένος και απροσπέλαστος. Ο νους του ανθρώπου (ισχυρός ως ο έρως, πανίσχυρος ως ο θάνατος) εξακοντίζεται προς το παρελθόν. Η θλίψη αποτελεί την ηχώ τών ερωτικών λαϊκών ασμάτων. Είθε, σύντομα τα ελληνόπουλα να διδάσκονται στα σχολεία την απαράμιλλη μελαγχολία των ρεμπέτικων τραγουδιών.

Θα σταδιοδρομήσω του λοιπού ως προδότης. Κατάβαθα κι εγώ, κατάβαθα κι εσύ, πληγώσαμε τις καρδιές μας. Όλη νύχτα με ξυπνούσαν οι αναστεναγμοί μου. Είμαι φίλος των νεκρών. Το επόμενο πάθος με σώζει από το προηγούμενο, μα κάθε πάθος κατακάθεται στην παλίμψηστη ψυχή μου σαν μαυρίλα, και τότε η αυτοκτονία υποδύεται την λύτρωση. Η ιδιοφυΐα είναι η μόνη αποδεκτή μορφή παραφροσύνης, ο δε οίκτος φόρτος αλλοτρίων δυστυχιών. Οι μεγάλοι έρωτες, όλοι τους, είναι σαν ερωτικό παράπονο. Ο έρως στερείται νίκης. Αρχίζει και τελειώνει με ήττα του ανδρός. Σαν τον Αχιλλέα ήσουνα υπερήφανη και σκληρόκαρδη· όμως, ώρα σου καλή, όπου κι αν βρίσκεσαι, γλυκιά μου αγαπημένη.

Καθώς χαμένο σκυλί, σκυλί του δρόμου, σέρνομαι αυτές τις μαύρες μέρες με άδεια καρδιά και κάθε δειλινό πέφτω, πέφτω, σ' ένα βάραθρο πέφτω. Βέβαια οι γυναίκες στερούνται φαντασίας και πάθους, αλλά εγώ αγάπησα και αγαπήθηκα, κι εσένα δείχνω όταν ερωτηθώ για το νόημα του έρωτος. Λιποτάκτης στην μυριάνθρωπη έρημη Αθήνα που με τρομοκρατεί κι όλο με εξωθεί προς την αυτοκτονία. Η απαισιοδοξία είναι απόδειξη ανθρωπιάς. Εγώ ειμί ο εχθρός μου. Στην ηλικία όπου τώρα πια έφτασα το νιώθω πεντακάθαρα πως είμαι ένας αποτυχημένος. Δεν θα σκεφτόμουνα ποτέ δίχως το συνοικέσιον της μελαγχολίας. Συχνά κλέβω ψυχές, μα εσύ δεν είσαι κοντά μου, ούτε σε ξένα χέρια. Γέρασα με ερωτευμένη καρδιά εφήβου. Είναι υπερβολή να ζεις με αγάπη κι είναι επικίνδυνο να κατέχεις, τόσο πολύ, τα μυστικά της ψυχής σου. Αδυνατώ να θάψω τις αναμνήσεις κι αυτό θα προσδιορίσει τον θάνατο μου. Την κοίτη του τάφου μου είδα. Πόσες μέρες, πόσα χρόνια, θα άντεχες εσύ μιά ζωή δίχως ελπίδες;

Αργείς· η ψυχή μου παγώνει. Κάθομαι τα βράδια, ολομόναχος, κατάμονος, στο καμαράκι που ξέρεις, και κατηγορώ τον εαυτό μου, κι όλο σκέφτομαι περί της αδυσωπήτου φθοράς των αισθημάτων. Ο νους μου αρμενίζει προς την απελπισία. Σκότωσαν, κάποτε, πολλούς φίλους γύρω μου κι από τότε ζω σαν πουλί τρομαγμένο. Σε περιμένω μέρα και νύχτα και κάθε αυγή να ξαναγυρίσεις σε καρτερώ. Με παρασύρει η καρδιά μου (εσύ, γλυκιά μου, ακόμη την κυβερνάς) σε αναπολήσεις της εξαίσιας μορφής σου, που ούτε μπορώ ούτε θέλω να ξεχάσω, και που αφότου εχάθη σε μαύρα σκοτάδια μ' έριξε. Εκείνην που κάθεται αντίκρυ μου την έχω μες στα στήθια μου. Οι σκιές των δολοφονηθέντων φίλων, και ψες τη νύχτα, όπως κάθε νύχτα, ήρθαν αργοσαλεύοντας στον ύπνο μου, και τάχα ήσουνα μαζί τους, μισοκρυμένη, σιωπηλή, μαραμένη. Ευλαβούμενος της μνήμης των περιδιαβάζω στην Οδόν Αναπαύσεως. Όταν φεύγει η αγαπημένη είναι σαν νάχει πεθάνει. Στα μάτια σου τα σημάδια της προδοσίας. Η ομορφιά μιας γυναίκας είναι ένα ένδυμα ευχαριστήσεως. Κλείσε με στην καρδιά σου κι ας το ξέρουμε μόνον εμείς οι δυό.

Ήκμασαν τα ρεμπέτικα τραγούδια την εποχή που μετρούσαμε τάφους. Η δράση σχεδόν αποβλακώνει τον άνδρα. Οι άνδρες των ρεμπέτικων τραγουδιών απεχθάνονται τους μετριοπαθείς. Είναι σοφός όποιος αγαπά κι ελπίζει, και είναι σοφώτατος όποιος λυπάται. Ο ερωτευμένος καταντάει μισός άνθρωπος. Ο οίκτος δέον να θεωρείται της αγάπης η ανάληψις. Έρωτα μάθετε οι ενοικούντες επί της γης. Πάντα οι απογοητευθέντες σώζουν την οικουμένη. Μιά ειδική λεβεντιά απαιτείται για νάναι κανείς ανήθικος. Η λογική μου εδρεύει στην καρδιά μου. Ο έρως θρέφει (αλίμονο) τους ιδεώδεις. Τα του παρελθόντος αγλαΐζονται. Ο κυνισμός φαίνεται πως είναι ο θώραξ των ευαισθήτων, που τους προφυλάσσει από τον δαίμονα της ενδοσκοπήσεως. Ο οίκτος έρχεται με τα χρόνια. Η σκέψη είναι δυστυχία. Εξ οίκτου αμαρτάνω. Τρομάζω όταν σκέφτομαι. Υπήρξες τόσον ωραία που σε σεβόμουνα. Είναι αντιδραστικός κι ο αρνούμενος να αποθάνει. Αντιφάσκω, άρα ζω. Η αυτοκτονία είναι έκφραση ανταποδοτική της κοινωνικής ποινής του ψυχικού εξοστρακισμού. Η μόνη προσωπική χειρονομία στην αυτοκτονία είναι η αυτόχειρη εκτέλεση μιάς κοινωνικής αποφάσεως. Στον έρωτα ενός ανδρός, πιθανώτατα, έχει μεγαλύτερη σημασία το ζέον αίσθημα παρά το όνομα της αγαπημένης. Η κεφαλή μου, τώρα, σε προσκέφαλο φέρετρον, κι όχι στα γόνατα σου, τώρα, αναπαύεται. Έναν σταυρό σού χάραξα στο μέτωπο και σε σημάδεψα. Μοναξιά θωπεία θανάτου.

Τα μάτια της προοιώνιζαν την καταδίκη. Τίποτε δεν μου στοίχισε ο χωρισμός· τίποτ' άλλο εκτός από την ενθρόνιση της μελαγχολίας. Μάλλον δεν υπάρχουν γυναίκες ανιδιοτελώς ερωτευμένες. Η γυνή φιλοδοξεί να αποβεί νεκροθάφτης του αγαπημένου της. Θάνατοι και θάνατοι θα διαβούν μα συ θα βαστάς μέσα μου. Εσύ, που απουσιάζεις κι ωστόσο νιώθω να με κοιτάς με χίλια μάτια. Εσύ, που ήσουνα εκείνη με τα πικρά δάκρυα και τα ολόγλυκα φιλιά. Η δεινή, εσύ, που μ' ανάγκασες ν' αγαπήσω τα λουλούδια περισσότερο απ' τους ανθρώπους. Εσύ, η λύκων βρώσις κι ο άγγελος των επιγείων λιβαδιών.

Έπραξαν το πάν για να μαράνουν την ζωντανή καρδιά των ρεμπέτηδων. Οι μεγάλες ψυχές αντιφάσκουν. Ισχυρότερη μνήμη είναι η μνήμη της καρδιάς. Ο λυρισμός ήταν η μόνη επιτρεπτή στους ρεμπέτες πολυτέλεια. Τρυφερότης περιβάλλει, σαν δροσερό φύλλωμα, τα παλαιά αισθήματα. Για μιαν ακόμη φορά, στην άκρη τού γκρεμού, αλλάζω ψυχή κι ο νους μου ανθοφορεί. Καλβίνος του αγνού έρωτος, ελπίζω πως και η πλέον άσπλαχνη αγαπημένη δεν δύναται να σκοτώσει την ποίηση που κρύβει μέσα του ένας σιωπηλός άνδρας.

Βασικώς τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι λαϊκά άσματα της αγάπης και, ειδικώτερα, της ερωτικής εγκαταλείψεως. Τουλάχιστον τα μισά ρεμπέτικα έχουν τον έρωτα θέμα τους, και τα πιο πολλά απ' αυτά θρηνούν τον ερωτικό χωρισμό· την πικρότατη ορφάνια. Ο ρεμπέτης γνωρίζει ότι ο έρως είναι μεταθετό αίσθημα και ότι ο οίκτος των επικυριάρχων η αγάπη είναι. Τόσο έδειραν τα πάθη τους ανθρώπους των ρεμπέτικων τραγουδιών ώστε απώλεσαν το δικαίωμα να εκπροσωπούν τον εαυτό τους. Στα δημώδη άσματα ο εραστής καταπλήσσει με την ανδρεία, ενώ ο εραστής των ρεμπέτικων τραγουδιών εκλιπαρεί, καθικετεύει, ελκύει διά του οίκτου. Σε λιτανεία μετήλλαξε τον πανδαμάτορα έρωτα το ρεμπέτικο τραγούδι, όπου οι περιπτύξεις είναι ψυχικές οι δε μνήμες δεσπόζουν. Τυγχάνων ορθόδοξος ερωτικός πρωθιερεύς αντιλαμβάνομαι σαφώς πως αν δεν χτίσεις μιά ζωή σφαλμάτων και αμαρτιών δεν θα εξαρθείς εις υπήκοον τού θανάτου, πως οπωσδήποτε καλύτερα είναι να σε σκοτώσουν παρά να αυτοκτονήσεις αφού η ανίκητη τρομερή πλειοψηφία των μοχθηρών ούτε αιδημοσύνην ούτε χλωρόν φόβον ένιωσε ποτέ, και, πως η καρδία οίκος της ψυχής εστίν. Η φιληδονία είναι αληθινή αρρώστια. Το γυμνό κορμί σου (ευφροσύνη της οράσεώς μου) οδηγεί στο φθινόπωρο, στο φθινόπωρο. Ουσιαστικώς τα ρεμπέτικα τραγούδια είναι ερωτικές επιστολές. Ο άνθρωπος είναι δύο. Δεν σε αναπολώ παρά σαν μιαν όμορφη κοπέλα (ώ, μεγαλείον των υψηλών γυναικών) να έρχεσαι με την αγκαλιά γεμάτη άνθη, και τότε σε φιλούσα και με αντιφιλούσες, πίστη μου κι ελπίδα μου. Αγάπησα κάποιαν κυπαρισσένια τέως άγνωστη που δεν ξεχνιέται. Εορτή των Νεκρών η μέρα του χωρισμού. Είπες παντού πως με μισείς, σαν όμως ξανανταμώσαμε, την ύστατη φορά, εδάκρυσες και με τρυφερότητα άπλωσες το πολύτιμο φιλντισένιο χέρι σου στο ιδρωμένο μέτωπό μου. Τώρα εδώ κοντά φτερουγίζεις – μακριά μου όσο ποτέ. Με θυμάσαι άραγε ακόμη, φευγάτη μου αγάπη;

Οι ερωτευμένοι χρησιμοποιούν ολόχρυσα λόγια, λόγια πού καίνε, αν και η αγάπη νιώθεται και δεν την αποδεικνύουν. Οι ερωτευμένοι εκφράζονται με υπερβολές γιατί διαβιούν εν υπερβολαίς. Όσο κι αν ο άνθρωπος έχει βουνό την καρδιά αδυνατεί να αγαπήσει πολλές φορές στη ζωή του. Ο έρως είναι ένας γλυκόπικρος εφιάλτης, σάβανο των ζωντανών, φονεύς, ψυχοβγάλτης, νεκροπομπός πουλιών, ελευθερωτής. Τέτοιους έρωτες ψάλλουν τ' αδέρφια μου, οι έσχατοι ρεμπέτες.

«Επικήδειος λόγος:», Αθήναι, Μάιος 1967, από το βιβλίο «Ρεμπέτικα Τραγούδια». Ο Ηλίας Πετρόπουλος (26 Ιουνίου 1928 - 3 Σεπτεμβρίου 2003) ήταν συγγραφέας, ποιητής, μουσικολόγος και ο πρώτος λαογράφος στην Ελλάδα που ασχολήθηκε με το περιθώριο. Έγινε γνωστός στο πλατύ κοινό με το βιβλίο του Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1979 από τον εκδοτικό οίκο Νεφέλη ενώ αναμφισβήτητη είναι και η αξία της πρώτης ρεμπετολογικής μελέτης στην Ελλάδα (τα Ρεμπέτικα τραγούδια, 1968), που ακόμα και σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς για τη μελέτη του ρεμπέτικου-τρόπου ζωής του περιθωρίου. Ο Ή. Πετρόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τουρκολογία στο Παρίσι, όπου έζησε μετά το 1975. Δημοσίευσε περίπου ογδόντα βιβλία και σχεδόν χίλια άρθρα. Τα βιβλία του έχουν συχνά τη μορφή της μελέτης ή της μονογραφίας ενώ πολλά αποτελούν συλλογές άρθρων παρεμφερούς θεματικής, είτε αδημοσίευτων, είτε δημοσιευμένων σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Σύμφωνα με τη διαθήκη του, το πτώμα του αποτεφρώθηκε και οι στάχτες του πετάχτηκαν στον υπόνομο.