Friday, August 18, 2017

Οργασμός της αγελάδας και άλλων κτηνών : πολύ κακό για το τίποτα (;)

Σήμερα θα μιλήσουμε για το σεξ, τελεία και καύλα. Δε μου σηκώνεται κουβέντα. Να πούμε την αλήθεια, πριν κανά μήνα, είχα στο μυαλό μου ένα πιο οργανωμένο σχέδιο ανάπτυξης της θεματολογίας. Αλλά μεσολάβησαν οι καλοκαιρινές διακοπές, όπου ισοπεδώθηκα από έναν οργασμό σκέψεων και συναισθημάτων, ελλείψει οποιουδήποτε άλλου οργασμού. Έτσι, αποφάσισα να σπάσω μια στάλλα τη δομημένη ροή και ν' αραδιάσω κάποιες σκόρπιες ιδέες μου. Για να μην επαναλαμβάνομαι λοιπόν - όχι μόνο γιατί βαριέμαι, αλλά κι επειδής είμαι άντρας πολλά βαρύς κι έτσι - ξεκαθαρίζω εξαρχής πως όσες κουβέντες ακολουθήσουν δεν είναι θέσεις ή γνώμες κατασταλλαγμένες κι εξυπνάδες αδιαπραγμάτευτες. Δεν είναι παρά απλές εικασίες, προσπάθειες επαναπροσδιορισμού των δεδομένων, στα οποία έχουμε επαναπαυθεί και τα οποία, πιθανόν, δημιουργούν συχνά αδιέξοδα. Για να προλάβω, επίσης, πλείστες όσες ανέραστες ή στραβογαμημένες φεμινίστριες (η ξινοψυχία δεν είναι φυσικά φεμινισμός), δεν αρνούμαι σε καμία περίπτωση το δικαίωμα της γυναίκας στον σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό, στην καύλα, στον οργασμό, στα πλαστικά πέη με ρεύμα μονοφασικό ή μπαταρία,  και, τέλος πάντων, σε οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς ν' αλωνίζει στο γυναικείο σώμα, με στόχο την ψυχική ισορροπία και τη συμπαντική αρμονία.

Τι 'ναι το σεξ, τι 'ν' το ζουμί του; Και πού να ξέρω εγώ; Άλλο θέλω να κουβεντιάσουμε. Θέλω να μιλήσουμε γι' αυτό το πράμα, τον οργασμό. Καταρχάς, σε καμία περίπτωση δεν είμαι εγώ που θ' αμφισβητήσω τη σημασία ή την αξία ενός καλού οργασμού. Μπορώ, όμως, να επιχειρήσω μια άλλη αμφισβήτηση, όχι ποιοτική αλλά ποσοτική. Έρχομαι, δηλαδή, ν' αμφισβητήσω όχι τη σημασία, αλλά το ύψος αυτής. Να μπουν, χρειάζεται, τα πράγματα στα σωστά τους μέτρα κι ούτε να τα υποτιμούμε, ούτε όμως να τα διογκώνουμε σε βαθμό τέτοιο, που να φέρνει τελικά τα αντίθετα αποτελέσματα από εκείνα που στοχεύουμε. Όσα θα πω παρακάτω έχουν άμεση σχέση με τη δική μου σεξουαλικότητα και τα δικά μου βιώματα. Κι ωστόσο, μη όντας ιδιαίτερα ξεχωριστός απ' τον υπόλοιπο κόσμο, είναι πιθανό να υπάρχουν αρκετές ψυχές, ικανές να ταυτιστούν ή έστω να μοιραστούν ένα κομμάτι απ' τους προβληματισμούς μου.


Μια τζούρα φλυαρίας

Παράμετρος πρώτη. Ένα μεγάλο μέρος από τις τελευταίες γενιές έχει σχηματίσει τις πρώτες σεξουαλικές εικόνες από την τηλεόραση και τις ταινίες. Είναι γνωστό τοις πάσι ωστόσο, ότι δεδομένων των χρονικών περιορισμών, οι περισσότεροι σκηνοθέτες (α) ξεπετούν την ερωτική πράξη στο ατάκα κι επιτόπου, φτάνοντας στα τελειώματα μέσα σε 3-4 πλάνα, λες κι είχαμε καμιά κωλοκαούρα να δούμε πχ. το Μελ Γκίμπσον να εκσπερματώνει, και (β) εκβιάζουν - ή ακόμα κι εκθειάζουν - τη χρονική ταύτιση των οργασμών, σα να χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι.

Καταρχάς, άμα κλείσετε λίγο τα μάτια, μπορείτε να φανταστείτε οποιαδήποτε σκηνή σεξ με το πλάνο να πέφτει σπαθί ή ν' αργοσβήνει, προτού γίνουμε μάρτυρες δυο κακομοίρηδων που παλεύουν να μας πείσουν ότι χύνουν. Η σκηνή δε θα 'χανε στο παραμικρό σε μήνυμα ή δύναμη, ακόμα κι αν δεν έχυνε κανείς, αφού ο μέσος θεατής το μόνο που θέλει να δει είναι λίγο βυζί και κανά κώλο. Το μόνο καλό που πετυχαίνει ένας κινηματογραφικός οργασμός είναι να μας ενημερώσει ότι επιτέλους τελειώνει αυτό το ρομαντικό μαρτύριο - που 'χει υιοθετηθεί μπας και τσιμπήσουμε κανά θηλυκό εισητήριο παραπάνω - κι ότι σε δυο-τρεις σκηνές επιστρέφουμε πίσω στις καυλωτικές σφαίρες και τους φόνους.

Από την άλλη, όμως, παγιώνεται στις αντιλήψεις κι ένα μεγάλο κακό: ο οργασμός φαντάζει σχεδόν αυτοσκοπός. Λες κι όλες οι προηγούμενες περιπτύξεις ακυρώνονται, αν δεν καταλήξουν σε κραυγές σπερματωαρικής αγωνίας.

Για τη χρονική ταύτιση, τώρα πούτσες μπλε. Στην εφηβεία μας απασχολούσαν πολύ, όλα ετούτα τα θέματα. Η πραγματικότητα κάποτε σε προσγειώνει, όχι ανώμαλα ωστόσο. Απλά σε προσγειώνει στην... πραγματικότητα. Μη σου πω, ότι θα 'πρεπε να ευλογούμε ετούτη τη διαφορά των φάσεων. Καθότι ο οργασμός είναι μια ξεκάθαρα εγωιστική ηδονή, που μέσα του χάνεσαι και χάνεις τ' αυγά και τα πασχάλια, κι έτσι είναι πολύ όμορφο - τουλάχιστον, για όσους ενδιαφέρονται - να μπορεί καθένας να απολαμβάνει την εμπειρεία της ηδονής στο σώμα του συντρόφου του, δίχως να αποσπάται από τα προσωπικά του ρίγη.


Παράμετρος δεύτερη. Στο γυναικείο αγώνα για χειραφέτηση από την αντρική μαλακία - που ξεχειλίζει αφειδώς γύρω μας, δόξα τω Θεώ - επιστράφηκε δικαίως στη γυναίκα το δικαίωμά της σε μια πλήρη σεξουαλική ζωή, το δικαίωμα να απολαμβάνει την ηδονή ισότιμα και απενεχοποιημένα. Στην προσπάθεια αυτή δόθηκε - κατά την ταπεινή μου γνώμη μου - μια υπερβάλλουσα έμφαση στη σημασία του γυναικείου οργασμού, τόσο ώστε να νομίζει κανείς - ξεφυλλίζοντας τη λαϊκή αρθρογραφία - ότι η σεξουαλική πράξη είναι γενικά για το μπούτσο, αν δεν καταλήξει σε ηδονικούς σπασμούς, ποταμούς από οργασμικά σάλια κι αν δεν τρίξουν τα κρύσταλλα από τα ντεσιμπέλ. Δεν είμαι δόκτορ της νευροφυσιολογίας, ούτε κοινωνιολόγος, ούτε σεξολόγος, ωστόσο στο σημείο αυτό υποπτεύομαι μια μανία να γίνει η γυναίκα ισοπεδωτικά ισότιμη με τον άντρα, άρα σώνει ντε και καλά πρέπει να χύνει κι αυτή αβέρτα, ειδάλλως είναι δυστυχισμένη και φαλλοκρατημένη. Χμμμ. Και λέω "χμμμ", τόσο για τη γυναίκα, όσο και για τον άντρα.

Είχα και μια τρίτη παράμετρο, αλλά στο μεταξύ πήγα να φάω και την ξέχασα. Κομμάτια να γίνει.

Μπλα μπλα μπλα

Τώρα, αν θέλει κανείς απλά κάπου να χώσει το πουλί του ή κάτι να χώσει στο μουνί του, δεν έχει νόημα να διαβάσει παρακάτω. Δεν μιλώ απαξιωτικά κι είναι απολύτως φυσιολογικό. Καλή τύχη του ή της ευχόμαστε, λοιπόν, κι ίσως με μια μικρή δόση ζήλειας. Όσα είπαμε κι όσα ακολουθήσουν αφορούν εκείνους, που πλαγιάζουν μ' ανθρώπους για τους οποίους νοιάζονται και αγαπούν - ή έχουν κάθε διάθεση να αγαπήσουν. Τώρα, δεν είμαι εγώ εκείνος που θα καθορίσει τι γουστάρει να κάνει ο καθένας στο κρεβάτι του, αν δηλαδή γουστάρει κάμα-σούτρα και ουρολαγνεία ή επιτελεί την πράξη με τη λιτότητα και την οικονομία ενός ζώου (δεν το λέω υποτιμητικά). Αλλά για όλους, υπάρχει ένας ζυγός, που στο 'να τάσι έχει τη λύσσα της προσωπικής ηδονής και στ' άλλο την ηδονή της ένωσης και κατά πού γέρνει ο ζυγός, γέρνει και η χαρά μας. Ακόμα κι έτσι, βέβαια, είναι πολλοί που ταυτίζουν την προσωπική ηδονή, νέτα-σκέτα, με τον οργασμό, το τελείωμα, κι όχι με το μήκος και το πλάτος της σεξουαλικής πράξης. Εδώ, λοιπόν, θα μιλήσω κυρίως για τον οργασμό. Αλλιώς θα έπρεπε να γράφω για άλλες δέκα ώρες και δεν έχω καμία διάθεση.

Γι' ανθρώπους σαν και του λόγου μου, που 'χουν μετρήσει τη μοναξιά όχι με μήνες ή χρόνια, παρά με δεκαετίες, οι πολύτιμες ευκαιρίες να μοιράζεσαι σώμα και καρδιά με τους ανθρώπους που αγαπάς, ακτινοβολούν με εντελώς διαφορετικές αποχρώσεις, από εκείνες των χορτάτων ανθρώπων. Οι τετριμμένες σημασίες και οι πολυδιαφημισμένες ηδονές αποχρωματίζονται ή εξατμίζονται. Αντ' αυτών, οι ποιότητες αντιστρέφονται και το κέντρο βάρους μετατοπίζεται από την τεχνική ικανότητα των σωμάτων στην γυμνή πληρότητα της επαφής, δίχως φιοριτούρες και τζιριτζάντζουλες. Με απλά λόγια, γουστάρεις και καυλώνεις τόσο που κείτεσαι γυμνός, κολλημένος, ιδρωμένος πάνω στον άνθρωπο που αγαπάς, ώστε αν θα μπεις τρεις και θα βγεις εφτά, αν θα το κάνεις καρεκλάτο, ιεραποστολικό ή μέσα στο τζάκι, αν θα χύσεις δύο, τρεις, σήμερα, αύριο, ποτέ, δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Όχι πως όλα ετούτα δεν έχουν τη δική τους ομορφιά, τους δικούς τους κανόνες, ωστόσο είναι κρίμα να κλέβουν χώρο που δεν τους ανήκει, να λειτουργούν εις βάρος της πραγματικής ευτυχίας, γαντζωμένα σε μια άλλη ευτυχία λιγότερη κι από εφήμερη.

Λέω, λοιπόν, πως καλά και τα κόλπα και τα χύσια κι όλα τα σχετικά. Υπάρχει μια πολύπλοκη νευροφυσιολογία στη σεξουαλική πράξη, που μαζί με τα συμπλέγματα του καθενός γίνεται ένα κουβάρι που δε βγάζεις άκρη, γι' αυτό όπως τη βρίσκει κανείς. Θα πρέπει, ωστόσο, να πάψουμε να βλέπουμε στον οργασμό ένα τελικό στόχο, ένα απώτερο σκοπό. Είναι άλλο πράγμα, δηλαδή, ο οργασμός καθαυτός, ως σωματική εκδήλωση και λειτουργία, κι άλλο πράγμα, εντελώς, η προβολή του στη γκλάβα του καθενός. Εκεί γίνεται εγκεφαλικός, παίρνει τις διαστάσεις που έκαστος του επιτρέπει να πάρει, άρα γίνεται εν μέρει ανάγκη κι εμμονή επίπλαστη. Ενίοτε γίνεται αυτοσκοπός, μάλιστα τόσο μεγάλος, ώστε σαν σάβανο έρχεται να σκεπάσει οτιδήποτε άλλο.

Ειδικότερα, θα πρέπει να πάψουμε να σηκώνουμε το γυναικείο οργασμό σα λάβαρο στο λυσσαλέο αγώνα να πάρουν οι τωρινές γυναίκες το αίμα τους πίσω, για όλες εκείνες τις χίλιες-μύριες προγόνισσες ή τις ίδιες τις μανάδες μας, που μαράζωσαν στη μοναξιά, στο ξύλο, στο βιασμό, στην αδιαφορία, στη σύμβαση. Ετούτοι οι συμβολισμοί με τις συναισθηματικές φορτίσεις τους θα πρέπει να πάψουν να μας στοιχειώνουν.

Ναι έχουν όλες οι γυναίκες δικαίωμα στον οργασμό, αλλά τι σημαίνει αυτό τελικά; Αν σημαίνει ψυχολογικά ή ψυχιατρικά συμπλέγματα, που στέκονται τροχοπέδη σε μια πλήρη σεξουαλική έκφραση, τότε οκ, ναι και μαζί σας. Αν σημαίνει να παρατήσεις το μαλάκα, που χύνει κι έπειτα γυρνά από την άλλη και ροχαλίζει, τότε ξανά οκ και μαζί σας. Αλλά πολύ υποψιάζομαι από όσα διαβάζω και συζητώ, πως στη "λαϊκή" φαντασία έχει μετατραπεί (ο οργασμός) σε μια ψύχωση απ' την ανάποδη, από δικαίωμα σε υποχρέωση, σε καταναγκασμό, ακυρώνοντας τελικά ό,τι όμορφο και ηδονικό έχει πιθανότατα συμβεί νωρίτερα. Δε θα 'ταν νομίζω λάθος, αν ισχυριστούμε ότι δεν είναι η σεξουαλική πράξη ένας μακρύς προθάλαμος, με σκοπό να μας οδηγήσει στα σαλόνια της τελικής κλιμάκωσης, παρά αντιθέτως ο οργασμός έρχεται στο τέλος σαν επιβράβευση όλων εκείνων των ηδονικών θερμίδων, που έχουν προηγηθεί.


Κι άλλα πολλά λόγια

Ο οργασμός είναι αυτός που είναι κι ούτε δεύτερη σκέψη δεν του αξίζει. Άμα είναι να έρθει ήρθε, άμα πάλι περνά η ώρα και δε γίνεται, δεν τρέχει κάστανο. Άσ' τον γι' αύριο. Γι' αυτό υπάρχει και το δάχτυλο ή η χούφτα. Αν δε χαίρεσαι απλά και ξηγημένα για τον άνθρωπο που 'χεις στο πλευρό σου, τότε κάτι άλλο είναι που δεν πάει καλά με την πάρτη σου. Δεν σου φταίει ο οργασμός. Να το πούμε κι ανάποδα: άμα σου φταίει ο οργασμός, τότε δε φταίει ο οργασμός. Οι περισσότεροι άνθρωποι που 'χω γνωρίσει έχουν στο μυαλό τους, πρώτα και κυρίως, τα δικά τους θέλω, με τ' απωθημένα και τις κομπλεξαρίες τους. Τις δικές τους ανάγκες, τις δικές τους ζωές. Τον άνθρωπο, με τον οποίο τα μοιράζονται - όσο κι αν δεν το παραδέχονται ανοιχτά, ούτε στον εαυτό τους - τον εβάζουν τελευταίο, αν τον εβάζουν γενικά κάπου. Οι άλλοι είναι γι' αυτούς απλά ή πολύπλοκα μέσα και όχι πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτό, οι πιθανότητες είναι εναντίον τους. Έχουν να βιώσουν περισσότερες ήττες, από νίκες, καθόσον κανείς άνθρωπος δεν είναι κομμένος και ραμμένος στα μέτρα μας. Πάντα κάτι θα μας φταίει κι η ζωή που πεθυμήσαμε δε θα φτάνει ποτέ. Ε πώς να φτάσει μια ζωή, που την φαντάστηκε ο ένας μόνος του, αλλά περιλαμβάνει δύο;

Από την άλλη υπάρχουν κι εκείνοι που ζουν ήδη τη ζωή που θέλουν να ζήσουν και δεν περιμένουν να τους τη φέρει κανείς πεσκέσι. Η μόνη παράμετρος προς επίλυση είναι η μοναξιά. Οι άνθρωποι αυτοί δε φαντάζονται πώς θα 'ναι η ζωή τους μοιρασμένη, που είναι λογικό. Πώς να φανταστείς κάτι δίχως να γνωρίζεις τον άνθρωπο, που θα συμμετέχει μαζί σου; Η ζωή αυτή θα παραμένει πάντα μια terra incognita, μια υποσχεμένη έκπληξη, έως ότου πραγματοποιηθεί. Οι άνθρωποι ετούτοι, σαν αγαπήσουν χαίρονται τόσο από ετούτο το νέο κόσμο, που συνιστά κάθε καινούργια γνωριμία και λατρεύουν τόσο να βαθύνουν και να τον γνωρίσουν, ώστε ξεχνούν να τον κουτσουρέψουν για να τον φέρουν στα μέτρα τους, όπως κάνει ο κλασικός, ευνουχισμένος μαλάκας ή μαλάκω.

Θα μου πείτε πώς κολλάνε όλα ετούτα με τα προηγούμενα; Κολλάνε και παρακολλάνε. Άμα σου 'χει καρφωθεί στον εγκέφαλο πως αν δε σου πάρει η άλλη τσιμπούκι στα γεννέθλιά σου ή αν δε πλαντάζει το μουνάκι σου απ' τα υγρά εφτά φορές τη βδομάδα, χάθηκε ο κόσμος κι η ζωή σου δεν αξίζει κι αυτή η σχέση πρέπει να τελειώνει, τότε θ' αργήσεις πολύ να καταλάβεις τι σημαίνει ευτυχία. Θα τη μπερδεύεις με την ηδονή. Γιατί ο σκοπός, η επιθυμία, το φετίχ, θα μπαίνουν πάντα πρώτα. Δηλαδή, η πάρτη σου.

Από την άλλη, αν γνωρίσεις έναν άνθρωπο που σε συγκινεί, σε γεμίζει, σου επιτρέπει να είσαι ο εαυτός σου, σε κάνει ευτυχισμένο-η, τότε τι διάολο σ' ενδιαφέρει αν το γαμήσι δεν αγγίζει το εξωγήινο και το εξωπραγματικό, παρά είναι μια απλή, επαναλαμβανόμενη πράξη; Αυτά είναι τα σωσίβια όσων δεν έχουν βιώσει την αγάπη και, στο κάτω-κάτω, αυτοί καλά κάνουν. Λένε "Δε βίωσα που δε βίωσα αγάπη, να χάσω και το καλό γαμήσι, ε άντε και στο διάολο". Για όσους όμως αγαπούν, τι σημασία έχει αν δε χύσουν σήμερα, ούτε κι αύριο, αλλά μεθαύριο ή το σαββατο-κύριακο; Τι σημασία έχει αν το πουλί του άλλου είναι τρεις πόντους πίσω απ' το μέσον όρο ή αν τα βυζιά της άλλης δε μπορούν να θηλάσουν ένα μικρό, αφρικάνικο χωριό;

Οι άνθρωποι, βεβαίως, χύνουν περισσότερες φορές απ' όσες αγαπούν. Αυτό κάτι λέει. Κι ίσως να μην μιλούσα έτσι αν ήμουνα νεότερος. Αλλά δεν είμαι πια. Αυτά. Μπορείτε να πάτε να γαμηθείτε τώρα. Ευχή σας δίνω. Και κατάρα.


Υ.Γ. 1 = Εντάξει, το ξέρω πως είμαι πολυλογάς και πως επαναλαμβάνομαι. Άμα γράψω ποτέ βιβλίο, θα κάτσω να βάλω μια τάξη. Μέχρι τότε δεν υπάρχει ελπίδα.

Υ.Γ. 2 = Ένα τυπικό άρθρο για το γυναικείο οργασμό, είναι π.χ. αυτό. Τέτοια αναγνώσματα, που συχνά απασχολούν και προβληματίζουν, είναι γενικά για τον πούτσο. Θα προκαλούσαν ασυγκράτητα γέλια, αν δεν ήταν με τον τρόπο τους θλιβερά και επικίνδυνα. Σχολιασμός άλλη στιγμή.

Wednesday, August 16, 2017

Κοινή λογική ... αυτή η βρωμιάρα πόρνη [ Μέρος 2ο ]

Α. Να δούμε, το λεπόν και καταρχάς, τι διάολο συμβαίνει με τους ορισμούς. Τι 'ναι ένας ορισμός, παρά μια σύντομη περιγραφή ή μια λιτή ερμηνεία; Τι περισσότερο χρειαζόμαστε; Ας μείνουμε στα πιο συνηθισμένα πράγματα, με τα οποία τριβόμαστε καθημερινά - και δεν εννοώ μονάχα το σαπούνι. Για παράδειγμα, άμα ρωτήσεις έναν άντρα τι 'ναι το οφσάιντ, η απάντηση που θα πάρεις είναι ένας ορισμός: ο ορισμός του οφσάιντ. Άμα ρωτήσεις ένα παιδί τι είναι το «κόκκινο», πολύ πιθανό να σου απαντήσει πως είναι π.χ. το χρώμα που 'χει μια ντομάτα. Τι κι αν ο ορισμός δεν είναι σούπερ επιστημονικός; Ένα παιδί δε χρειάζεται να ξέρει τι σημαίνει «μήκος κύματος» και «angstrom», για να καταλάβει το χρώμα που παίρνουν τα γόνατα όταν τρως τα μούτρα σου. Αν, τώρα είστε πολύ hardcore και τα θέλει ο κώλος σας, μπορείτε να ρωτήσετε δέκα περαστικούς να σας πουν τι 'ναι η αγάπη. Ζήσε Μάη μου!

Παρ' όλα αυτά, ακόμα κι αν οι ορισμοί που 'χουμε στο κεφάλι μας είναι ατελείς ή φτωχοί, είναι παραδείγματα ή αφηρημένα ψελίσματα, είναι εν γένει σωστοί ή παντελώς λανθασμένοι, δεν παύουν στιγμή να είναι οι ορισμοί μας και να επιτελούν τον ίδιο σκοπό : μας δίνουν την εντύπωση ή την ψευδαίσθηση ότι ξέρουμε για τι μιλάμε. Όλοι τους έχουμε στο κεφάλι μας, ελάχιστοι ωστόσο τους έχουμε επεξεργαστεί, τους έχουμε κλαδέψει από τη μαλακία ή έχουμε, έστω, μια κάποια επίγνωσή τους.

Οι πιο υποψιασμένοι από σας, ίσως να ψυχανεμίζεστε ήδη τα πρώτα αίτια των ανθρώπινων παρεξηγήσεων. Σ' ένα σωρό πράγματα, οι ορισμοί όχι μόνο διαφέρουν, απ' τον ένα νοματαίο στο διπλανό του, αλλά συχνά είναι κι ενάντιοι. Αυτό, γενικά, δεν προβληματίζει τους ανθρώπους. Ξεκινάνε μια κουβέντα παραμυθιασμένοι ότι όλοι εννοούν τα ίδια πράγματα, όταν ανάθεμα αν ξέρουν κι οι ίδιοι τι ακριβώς εννοούν, όταν μιλάνε. Και καλά ο ορισμός της μπεκάτσας, δε δημουργεί προβλήματα. Είναι λίγο πολύ ο ίδιος για όλους, τουλάχιστον για όσους έχουν δει, πυροβολήσει ή χλαπακιάσει μια μπεκάτσα. Αλλά και γι' άτομα σαν και μένα, που δεν έχουν ιδέα από μπεκάτσες, εκείνο το νεφελώδες αίσθημα ότι «μπεκάτσα» είναι σα να λέμε «ένα πουλί», αρκεί για μια αξιοπρεπή κουβέντα. Στους ορισμούς, όμως, περισσότερο αφηρημένων εννοιών - όπως δικαιοσύνη, φιλία, αγάπη, χρέος, έθνος, πίστη και πάει λέγοντας - γίνεται κυριολεκτικά της πουτάνας. Χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Φαντάζομαι οι περισσότεροι από εμάς έχουμε πρωταγωνιστήσει σε άκαρπους διαλόγους της παρακάτω μορφής:

- Εγώ βρε δε σ' αγαπώ; Εγώ, που για σένα έκανα κι αυτό, έκανα κι εκείνο, μετά έκανα και τ' άλλο! - Μπα, αυτό σου 'πανε πως είναι αγάπη; Σε γελάσανε, μωρό μου! Δεν είναι έτσι η αγάπη! - Και πώς διάολο είν' η αγάπη; Τι άλλο να κάνω πια; Τι θες απ' τη ζωή μου; - Μπουχουχου! Αν μ' αγαπούσες αληθινά θα έπρεπε να το καταλάβεις μόνος σου. (Κλάμματα)

Β. Κατά δεύτερο λόγο, ακολουθούν τα αξιώματα. Οι γίγαντες της Λογικής (δηλαδή εγώ και μερικοί άλλοι = χιουμοράκι) συνειδητοποίησαν κάποτε πως όσο κι αν παλέψεις να εξηγήσεις τα πράγματα, πιάνοντας τη μία αιτία πίσω απ' την άλλη, θα καταλήγεις πάντοτε σε μια θέση, που πιο πίσω της δεν πάει, τέρμα, ως εδώ. Το μυαλό δε μπορεί να αιτιολογήσει τα πάντα, κάποτε αναγκάζεται να σταματήσει και ν' αποδεχτεί το τέρμα της λογικής ως έχει, δηλαδή αναπόδεικτο. Αυτό το όριο, μια πρόταση δηλαδή που την καταπίνουμε κατά κάποιο τρόπο «αμάσητη», αυτό είναι το αξίωμα. 'Νταξ, απλουστεύω, αλλά χέστηκα κιόλας.

Πίσω στα δικά μας, τα καθημερινά, τέτοια αξιώματα είναι όλες οι γνώμες, θέσεις, πίστεις, για τις οποίες δεν έχουμε καμία εξήγηση της προκοπής, αλλά τις ακολουθούμε γιατί "έτσι ήταν πάντα" ή "πώς αλλιώς;" ή "τι 'πες ρε για τη μάνα μου;" και τα λοιπά. Τ' αξιώματα των καθημερινών ανθρώπων είναι, γενικά, για τον πούτσο. Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους μεγατόνοι σκουπιδιών, οι οποίοι συσσωρεύτηκαν με τα χρόνια και τ' ωρίμασμα (του σώματος), από τους ηλίθιους προγόνους μας, την τηλεόραση και τη συνήθη μαλακία της κοινωνίας. Παραδείγματα αξιωμάτων άπειρα: πίστη και θρησκεία, έθνος και πατρίδα, κόμμα και κράτος, γάμος και οικογένεια, SUV κι εξοχικό στη Λούτσα, μεταπτυχιακό στο εξωτερικό κι ένα σωρό ευτράπελα ... ανεπεξέργαστες πεποιθήσεις, που στέκουν Κέρβεροι στα όρια της ερμηνείας ή της νοητικής ικανότητας. Υπάρχουν στ' αλήθεια άνθρωποι, που δεν πιστεύουν πως η ζωή θ' άξιζε χωρίς εξοχικό ή γάμο ή ό,τι άλλο. Άμα τους ρωτήσεις γιατί, θα στάξει λίγο σάλιο και θα μυρίσει καμένο. Η αντίληψη δεν μπορεί να πάει πιο πίσω, αδυνατεί να φανταστεί έναν κόσμο πέρα, πίσω και πάνω από αυτές τις δυνατότητες. Είναι στο απυρόβλητο κι ο πρώτος που θα θίξει κάτι από τα προηγούμενα με λογικά επιχειρήματα, στην καλύτερη περίπτωση, θα τον πάρει ο διάολος. Παλιότερα, μπορεί και να βρισκόσουν σε κανά χαντάκι, μ' ένα σουγιά στο σβέρκο, αν έλεγες κάτι κακό π.χ. για το ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Το αυθαίρετο ενός αξιώματος δεν είναι ισοδύναμο της καταδίκης του. Όπως είπαμε, αλλιώς δε γίνεται, έτσι λειτουργεί η νόηση ή οποιαδήποτε προσπάθεια να βάλουμε λογική τάξη και οργάνωση στο χάος της σκέψης. Κι όμως, ενώ το γεγονός ότι η λογική ανάλυση οποιασδήποτε γνώμης ή υπόθεσης καταλήγει σε μιαν αρχή, που άλλο δεν πάει πίσω, είναι αναπόφευκτο γεγονός, ένα όριο της ίδιας της λογικής φύσης, ωστόσο, το ποια είναι αυτή η αρχική πρόταση ή το πώς καταλήξαμε σε αυτή ξεχωρίζει τους αληθινά σκεπτόμενους, από τα αριθμητικά απάλευτα στίφη της μαλακίας. Έτσι, υπάρχουν χιμπατζήδες που πιστεύουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν η ελίτ της ανθρωπότητας, γιατί το 'χανε στο... DNA τους κι υπάρχουν κι άνθρωποι που δε σταματούν σε τέτοιες πίστεις, παρα αναζητούν την όποια ετερότητα σε αίτια γεωγραφικά, πολιτισμικά, κοινωνικά, οικονομικά και πάει λέγοντας.

Γ. Ο τελευταίος κρίκος στην ευκλείδεια αναδρομή μας είναι τα θεωρήματα, αλλά θ' αδιαφορήσουμε παντελώς για τη λέξη και θα το πούμε απλούστερα: είναι οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε και το οποίο, για να μην είναι αυθαίρετο, θα πρέπει να προκύπτει δια της λογικής από τους ορισμούς και τα αξιώματά μας. Φτάνουμε, λοιπόν, σιγά-σιγά και στο ζητούμενο, το οποίο καθορίστηκε στην εισαγωγή της προηγούμενης ανάρτησης: καλά η λογική, αλλά τι συμβαίνει μ' εκείνη τη ρημάδη την «κοινή λογική»; υπάρχει ή κολοκύθια;

Τώρα δε χρειάζεται να 'ναι κανείς ο Αριστοτέλης (που πρώτος καθόρισε με διαύγεια τους κανόνες της λογικής) για να μη ζήσει παράλογα. Η κοινή λογική, με τις μικρές της ατέλειες, έχει κάτι απ' την ευθύτητα του καθημερινού ανθρώπου - όσο μαλάκας κι αν είναι ο τελευταίος. Γιατί αν ρωτήσεις έναν χριστιανό ή χριστιανή «Ποιο κινητό θεωρείς συμφερότερο ν' αγοράσεις: εκείνο των 100 ευρώ ή το άλλο των 500;» και σου απαντήσει «Το κόκκινο, γιατί είναι το αγαπημένο μου χρώμα», αυτό δε σημαίνει πως σου απάντησε παράλογα. Σημαίνει πως χρησιμοποίησε περισσότερα ή άλλα δεδομένα από εκείνα, που εσύ του έδωσες. Το κάνουν αυτό οι άνθρωποι. Αυθόρμητα και κατά κόρον. Από δύο συσκευές είναι πιο συμφέρον να επιλέξεις εκείνη που σ' αρέσει, γιατί ο άνθρωπος δε καθορίζει το συμφέρον του μόνο με οικονομικά κριτήρια, αλλά και με άλλα: αισθητικά, κομπλεξικά ή δεν ξέρω-γω τι. Αν, λοιπόν, ο κανόνας της λογικής είναι «επιλέγω σύμφωνα με το συμφέρον μου», ο κανόνας είναι κοινός σχεδόν για τους περισσότερους. Το "συμφέρον" όμως δεν είναι κοινό. Τέτοια χαζά και άλλα σοβαρότερα συνιστούν την «κοινή λογική» και θα ήταν όλα μια χαρά, αν τελικά το πρόβλημα ήταν η κοινότητα της λογικής. Αλλά δεν είναι.

Το πρόβλημα είναι πως οι άνθρωποι βιωματικά ή αλλεοτρόπως τροφοδοτούν τη λογική τους με διαφορετικά δεδομένα (διαφορετικοί ορισμοί, αξιώματα, αλλά κι εμπειρίες, αναμνήσεις, εμμονές κ.τ.λ.) κι έτσι με την ίδια λογική διαδικασία καταλήγουν, αναπόφευκτα, και σε διαφορετικά συμπεράσματα.

Το πρόβλημα - για να τελειώνουμε κιόλας, γιατί βαρέθηκα να γράφω - στα ερωτικά, που κυρίως μας ενδιαφέρουν εδώ, είναι ότι ξεκινάμε ατελείωτες συζητήσεις ή προσπαθούμε να λύσουμε τα διαπροσωπικά προβλήματα στηριζόμενοι κυρίως (κι εγωιστικά) μόνο στα δεδομένα εκείνα, με τα οποία εμείς έχουμε συνηθίσει να τριβόμαστε ή θεωρούμε σημαντικά ή, τέλος πάντων, ως πού φτάνει το μυαλό μας. Πέρα απ' την κοσμάρα μας, δηλαδή, το χάος. Αδιαφορούμε παντελώς, για να μην πω διακείμεθα εχθρικά, για κάθε ερμηνεία ή προσέγγιση έχει να προσφέρει ο σύντροφός μας, ο οποίος παρεμπιπτόντως είναι ένας ολόκληρος, άγνωστος κόσμος, με άλλες αφετηρίες, βιώματα, χρωμο-αποχρώσεις. Είμαστε καχύποπτοι για οτιδήποτε δεν προσεγγίζει τις βεβαιότητες και τα νανουρίσματά μας. Γιατί, φυσικά, φοβόμαστε όχι μόνο εκείνο που δεν καταλαβαίνουμε, αλλά κι εκείνο που θα μας αναγκάσει να παραδεχτούμε το λάθος ή την ήττα (ή τη συγγνώμη).

Στην τελική, η κοινή λογική είναι το ήσσον. Το μείζον είναι η απροθυμία κι άλλοτε η ανικανότητα ν' ανοίξουμε την καρδιά ή το νου μας σ' έναν άλλο κόσμο, εκείνον που συνιστά ένας διαφορετικός άνθρωπος και να δεχτούμε τα δεδομένα του. Τα αδιέξοδα της ασυνεννοησίας επέρχονται όχι από ανεπάρκεια της λογικής διαδικασίας, παρά από τη στενότητα της συναισθηματικής διαδικασίας. Δε μάθαμε ποτέ ν' ακούμε, αλλά κι απ' τους ακούοντες εναπομείναντες δε μάθαμε ποτέ να σεβόμαστε ό,τι δεν καταλαβαίνουμε. Όταν τα πάντα είμαστε εμείς, τα δικά μας θέλω, οι δικές μας ανάγκες, ο σύντροφός μας δε βρίσκει χώρο να πατήσει ή ν' αναπνεύσει. Πόσω μάλλον η λογική ή η αγάπη.